Θρησκεία είναι η σχέση του ανθρώπου με το θείο. Κατανοούμε το θείο είτε προσωπικά σε ενικό αριθμό ως «ο Θεός», ο «Ένας και Μοναδικός», ο «Αληθινός Θεός», έναντι όλων των άλλων εκδοχών του, είτε απρόσωπα σε πληθυντικό αριθμό (θεοί, θεότητες, πάνθεον, δωδεκάθεο, το θείον κ.λπ.). Στην πρώτη περίπτωση έχουμε τον μονοθεϊσμό (ιουδαϊσμός, χριστιανισμός, μουσουλμανισμός) και στην άλλη τον πολυθεϊσμό (ελληνορωμαϊκή θρησκεία, ινδουισμός, βουδισμός, ταοϊσμός, κομφουκιανισμός, ζεν, σίντο κ.λπ.). Το θείο τόσο στην προσωπική-μονοθεϊστική όσο και στην απρόσωπη πολυθεϊστική εκδοχή του γίνεται αντιληπτό ως το «άλλως Άλλο» (das ganz Andere), το εντελώς διαφορετικό, το απόλυτα αλλιώτικα («άλλως») Άλλο που αντιδιαστέλλεται στο ανθρώπινο υποκειμενικό και ατομικό Εγώ.
Αυτή η ετερότητα, διαφορετικότητα, ανομοιότητα μεταξύ αν θρωπίνου Εγώ και θείου Άλλου βιώνεται κατά δυο διαφορετικούς τρόπους. Ο ένας είναι έμμεσος και ο άλλος άμεσος.
Η έμμεση σχέση θείου-ανθρωπίνου λέγεται θρησκεία και αφετη ριάζεται στην πίστη που κλιμακώνεται σε ομολογία, θεολογία και δόγμα, διατυπώνεται στη λατρεία (ιερατείο, ναός/προσκύνημα/ μονή, εορτή/νηστεία, υμνολογία/τελετουργία κ.λπ.) και κορυφώ νεται στην ηθική (νόμος, γραφή, ήθος κ.λπ.) συγκροτώντας το φαι νόμενο της θρησκευτικότητας.
Η άμεση σχέση θείου-ανθρωπίνου ονομάζεται μυστική (εμπει ρία, βίωση, θεωρία, παράδοση, θεολογία), συνιστά την πνευματικό τητα και συνήθως επονομάζεται μυστικισμός (Mystik, Mystizismus, mysticism, mystique), αλλά κυριολεκτείται με τον ακριβέστερο όρο «μυστική», αντί του συνεκδοχικού και μάλλον παραπλανητικού «μυστικισμός». Σε κάθε περίπτωση, ετυμολογείται από το ρήμα «μύειν» που σημαίνει «κλείνω τα μάτια ή τα χείλη» προκειμένου να βιωθεί κάτι το άρρητο, απόρρητο («μυστικόν»).
Αυτή η δραστηριότητα συνιστά το «μυείν», τη «μύηση», δηλαδή την εισαγωγή σε μια κατάσταση άμεσης εμβίωσης της ανθρώπινης αναφοράς προς το θείο, προσωπικό ή απρόσωπο. Γι΄ αυτό τον σκο πό τελείται μια πράξη («μυστήριον») που ανάγει στο μυστικό βίω μα («μυσταγωγία») με κάποιον μυημένο καθοδηγητή («μύστης», «μυσταγωγός») καταλήγοντας στην αντίστοιχη θεωρία («μυστική») που συστηματοποιείται πλέον σε ένα περιεκτικό σύνολο («μυστικι σμός»).
Κοινός παρονομαστής πνευματικότητας και θρησκείας είναι η σχέση του ανθρώπου με το θείο. Ειδοποιός διαφορά της πνευματι κότητας είναι η αμεσότητα αυτής της σχέσης και ο αδιαμεσολάβη τος χαρακτήρας της. Αντιθέτως, η θρησκεία είναι πάντοτε διαμεσο λαβημένη από κάτι άλλο: τον νόμο, τον λόγο, τη φύση, την ιστορία, την κοινωνία, τον θεσμό, το ιερατείο κ.λπ.
Στον μυστικισμό, όμως, ο άνθρωπος λαμβάνει πείρα του θείου άμεσα, προσωπικά, βιωματικά, εμπειρικά, αισθητηριακά, υποκειμε νικά, χωρίς καμιά απολύτως διαμεσολάβηση ενός τρίτου παράγο ντα μεταξύ θείου και ανθρωπίνου. Παρότι ο μυστικισμός αναφύε ται πάντοτε μέσα στο πλαίσιο μιας θρησκείας, ουδέποτε ταυτίζεται με αυτήν· διαφοροποιείται πάντοτε από την οικεία θρησκευτική του κληρονομιά και αναφέρεται στενότατα σε συγγενείς μυστικές παραδόσεις άλλων θρησκευτικών ρευμάτων καθώς επίσης νοημα τοδοτεί καλλιτεχνικά κινήματα και πολιτιστικά ρεύματα πέρα από τα οριοθετημένα πλαίσια της θρησκευτικότητας.
Εάν η νεωτερικότητα του δυτικοευρωπαϊκού διαφωτισμού οριοθε τείται από την ατομικότητα και την ορθολογικότητα, τότε η λεγο μένη «μετανεωτερικότητα» στην τρίτη χριστιανική χιλιετία επιση μαίνεται από την υπέρβαση αυτών των δύο ορίων και κατατείνει έτσι στην αντικοινωνικότητα της ιδιώτευσης και στην ανορθολογι κότητα της «νέας εποχής». Η πνευματικότητα αναδύεται με ποικί λες εκδοχές που θυμίζουν τη νεωτερική διαπάλη του ρομαντισμού ενάντια στον διαφωτισμό.
Άλλοτε τείνουν στην παλινόρθωση του ευσεβισμού (πιετισμός, πουριτανισμός, «πολιτική ορθότητα»), άλλοτε μορφοποιούνται ως διάδοση απωανατολικών παραδόσεων στον βορειοαμερικανικό και δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό (νεοϊνδουισμός), ενώ άλλοτε συνι στούν αναβίωση νεοπαραδοσιακών μορφωμάτων των λεγομένων «μεγάλων ιστορικών θρησκειών» (ελλαδική νεορθοδοξία, ρωσικός πανσλαβισμός, σιωνιστικός εβραϊσμός, φονταμενταλιστικός ισλα μισμός κ.λπ.).
Εάν ο ευσεβισμός συγκινεί μικρομεσοαστικά στρώματα, ο μυστι κισμός συναντάται στα μεγαλοαστικά επίπεδα. Η « πνευματικότη τα» είναι το αόρατο νήμα που διασυνδέει αυτά τα τόσο πολυποίκι λα και ετερόκλητα κινήματα που κατονομάσαμε παραπάνω. Στην αμφίσημη αυτή ανάδυση της πνευματικότητας μέσα στο πλαίσιο της μετανεωτερικότητας μπορούμε να σημειώσουμε εξίσου θετικά και αρνητικά στοιχεία, ευκαιρίες και κινδύνους, υποσχέσεις και απειλές, ενέργειες και παρενέργειες. Θα ήταν ολότελα εσφαλ μένο να θεωρήσουμε όλα αυτά τα αμφίσημα κινήματα με τρόπο μονοσήμαντο, είτε θετικό είτε αρνητικό, διότι έτσι παραγνωρίζουμε τη φύση τους που είναι πολυδιάστατη και πολυεπίπεδη.
1. Η θετική όψη της μετανεωτερικής πνευματικότητας είναι η κριτική αφύπνιση των ανθρωπίνων υποκειμένων απέναντι στον μονοδιάστατο τρόπο ζωής με τον καταναλωτισμό και τον ατομικι σμό, την αλυσίδα παραγωγής και αναπαραγωγής, τον ασφυκτικό κλοιό βιοτικής ευημερίας και ατομικής ελευθερίας που συνθημα τολογείται στο αίτημα για «άρτον και θεάματα» αποκλειστικά και μόνον.
Το νόημα της ζωής, η σημασία των συμβάντων, η αξία των πραγ μάτων, η ιεράρχηση των αναγκών, η προτεραιότητα του εμψύχου έναντι του αψύχου και η πρόκριση του προσώπου αντί του απρο σώπου συντελεστή της πραγματικότητας είναι μια δέσμη υπαρξια κών αιτημάτων που διαφεύγουν από τη μετανεωτερική καθημερι νότητα, αλλά διασώζονται μέσα στην πνευματικότητα. Αυτή είναι η θετική συνεισφορά της στην τρέχουσα μετανεωτε ρικότητα που απειλείται να συνθλιβεί κατά τη θυμόσοφη ρήση του Αϊνστάιν: «Πληθωρισμός μέσων και έλλειμμα σκοπών είναι τα χα ρακτηριστικά της εποχής μας». Χάρη στην πνευματικότητα γίνεται πολυδιάστατη η κατά τα άλλα μονοδιάστατη καθημερινότητα μέσα στο πλαίσιο της μετανεωτερικότητας.
2. Η αρνητική παρενέργεια της μετανεωτερικής πνευματικό τητας συνίσταται στο κενό κριτικής εγρήγορσης και στο έλλειμ μα στοχαστικού λόγου που διακρίνουν κάθε μορφή μυστικής εμ βίωσης της ζωής. Πολλά εννοούνται και πάμπολλα εμβιώνονται, αλλά λίγα λέγονται και ελάχιστα δεικνύονται, δηλαδή ούτε επι δεικνύονται ούτε καταδεικνύονται. Ο διαλογισμός χαρακτηρίζει τον μυστικισμό, αλλά ο διάλογος προσιδιάζει στον ορθολογι σμό.
Η απόσταση μεταξύ διαλόγου και διαλογισμού είναι η απόστα ση ορθολογισμού και ανορθολογισμού ή διαφωτισμού και μυστι κισμού. Μπορεί άραγε ο διαλογισμός να οδηγήσει στον διάλογο; Είναι δυνατόν να υπάρξει γόνιμος διάλογος άνευ διαλογισμού; Αυτά είναι μερικά αυτοκριτικά ερωτήματα στα οποία έχουν να απαντήσουν όσοι ζουν σήμερα είτε καταξιώνουν είτε απαξιώνουν την πνευματικότητα. Το εάν ο μυστικισμός μπορεί να δώσει θετική απόκριση και είναι σε θέση να συμβάλει γόνιμα στη μετατροπή της μονοδιάστατης καθημερινότητας σε πολυδιάστατη πραγματικότη τα, είναι ένα στοίχημα που προσφέρεται από τη μετανεωτερικότητα στον καθένα μας σήμερα.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, φαίνεται ότι από τον δίδυμο ακρο γωνιαίο λίθο της μονοδιάστατης νεωτερικότητας, που είναι η ατο μικότητα και η ορθολογικότητα, εκείνο που χρειάζεται να διακρα τηθεί και να διαφυλαχθεί ως «κόρη οφθαλμού» είναι η ορθολογι κότητα, ενώ αυτό που απαιτείται να υπερβαθεί (όχι να καταργηθεί πάντως!) είναι η ατομικότητα.
Ο ορθολογισμός είναι η ασπίδα της ελευθερίας του ανθρώπου. Ο διάλογος είναι το απολύτως αναντικατάστατο μέσο για τη διάσωση της ανθρωπιάς της ανθρωπότητας, έτσι που ο άνθρωπος να συνεχί σει να ’ναι το ζώο που περπατά με τα δύο κι όχι με τα τέσσερα, κατά τη θυμόσοφη διατύπωση του Ερνστ Μπλοχ.
Ο ατομικισμός όμως χρειάζεται να διευρυνθεί, δηλαδή να κοι νωνικοποιηθεί. Ό,τι απαραιτήτως επιβάλλεται να διασωθεί είναι ο ανθρωπισμός (ουμανισμός), χωρίς ποτέ κάτι τέτοιο να σημαίνει την αφελή εξίσωση ανθρωπισμού και ατομικισμού. Επιβάλλεται η μετα τόπισή μας από τη νεωτερική ταύτιση ανθρωπισμού-ατομικισμού προς τη μετανεωτερική διαφοροποίηση μεταξύ ανθρωπισμού και ατομικισμού.
Διακρατούμε τον ανθρωπισμό και αποποιούμαστε τον ατομικι σμό. Χάρη στην πνευματικότητα μπορούμε να περάσουμε από τον ατομικιστικό ανθρωπισμό στον κοινωνικό ανθρωπισμό. Ένας νέος κοινωνισμός της πνευματικότητας θα μπορούσε να αποτελέσει τη δίδυμη συμβολή της θρησκευτικότητας στη μετανεω τερικότητα προς την κατεύθυνση ενός:
(α) ανθρωπισμού με κοινωνική ευαισθησία και δίχως ατομιστική αναισθησία και
(β) ορθολογισμού με κοινωνικότητα, όπου η «ορθή γνώμη» θα ανάγεται στην «κοινή γνώμη», δηλαδή στον περίφημο «κοινό νου» (common sense, sens commun) του νεότερου διαφωτισμού ή στον πασίγνωστο «ξυνόν (κοινόν) λόγον» του Ηρακλείτου.
Δύο ειδών σχέσεις παρουσιάζουν οι θρησκείες: την ένταση και την ύφεση. Άλλοτε βρίσκονται σε πόλεμο μεταξύ τους, είτε θερμό (χριστιανικές σταυροφορίες, βίαιοι εξισλαμισμοί) είτε ψυχρό (προση λυτισμός, αποικιοκρατία), με ένταση στις σχέσεις τους.
Ωστόσο, μεταξύ των θρησκειών παρουσιάζεται και ύφεση που παίρνει τη μορφή του διαλόγου μεταξύ των θεολόγων. Εκεί συζη τούνται τα κοινά σημεία (π.χ. ισλαμοχριστιανικός διάλογος, εβραιο χριστιανικές συναντήσεις) και αναζητούνται τα ενιαία πεδία κοι νωνικής, ανθρωπιστικής, πολιτιστικής και πολιτικής δράσης (ειρή νευση στη Μέση Ανατολή, συνεργασία στα Βαλκάνια κ.λπ.).
Ένταση και ύφεση εναλλάσσονται αδιάκοπα. Ο λόγος είναι απλός: όπως ανάμεσα στους ανθρώπους η σχέση ενέχει τη σύγκρου ση, έτσι και μεταξύ των θρησκειών η έλξη εμπεριέχει την άπωση και η ένταση εναλλάσσεται με την ύφεση. Σήμερα, όμως, εκείνο που επιτακτικά επιβάλλεται είναι ο διάλογος των θρησκειών με κάθε τρόπο και σε όλα τα επίπεδα.
Πρέπει να ομολογηθεί ότι ο διάλογος είναι παρεξηγημένος ως έννοια και ως πράξη. Γι’ αυτό θα δώσουμε κάποιες διευκρινίσεις για να διαλύσουμε μερικές καλόπιστες παρεξηγήσεις σημειώνοντας τι δεν είναι και τι στ’ αλήθεια είναι ένας διαθρησκειακός διάλογος, όπως ο ισλαμοχριστιανικός που διεξάγεται τις τελευταίες δεκαε τίες.
1. Ο διάλογος δεν είναι «παζάρι» της αγοράς ούτε «διπλωματία» των πολιτικών. Δεν πρόκειται για μια αγοραία συναλλαγή «δώσε μου να σου δώσω» ούτε είναι καμιά εμπορική διαπραγμάτευση «χάνω-κερδίζω». Ο διαθρησκειακός διάλογος δεν έχει τίποτε κοινό με τη διπλωματία που είναι η συνέχιση του πολέμου με άλλα μέσα. Βεβαίως δεν έχει καμιά σχέση και με την προσποίηση των δημο σίων σχέσεων ούτε με τη φαρισαϊκή υποκρισία της «επίθεσης φιλί ας» σε καιρό ανακωχής ανάμεσα στα αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Ο διαθρησκειακός διάλογος δεν είναι υπόθεση πολιτική ούτε οικονο μική.
2. Ο διάλογος είναι θεολογική εντολή και ανθρωπιστική αποστο λή. Ανταποκρίνεται στην πεμπτουσία της θρησκείας, η οποία ορί ζεται ως η σχέση του ανθρώπου με το θείο. Αφού καθεμιά θρησκεία χωριστά και με τον δικό της τρόπο σχετίζει τον άνθρωπο προς τον Θεό, τότε όλες οι θρησκείες μαζί και από κοινού οφείλουν να σχετί ζονται μεταξύ τους έχοντας ως μέσο τον θεολογικό διάλογο.
Δεν είναι ποτέ δυνατόν οι θρησκείες να κηρύττουν την ενότητα εντός των ορίων τους και ταυτόχρονα να εφαρμόζουν τον διχασμό εκτός των συνόρων τους απέναντι στους γείτονές τους. Ο διαθρη σκειακός διάλογος είναι η συνέπεια και η συνέχεια της ουσίας της θρησκείας που είναι ένας διάλογος Θεού-ανθρώπου.
3. Πέρα όμως από τη θεολογική βάση, ο διαθρησκειακός διάλογος έχει θεμέλια ανθρωπολογικά. Ο λόγος είναι διάλογος. Κάθε ανθρώ πινος λόγος απευθύνεται πάντοτε από κάποιον άνθρωπο σε έναν άλ λον συνάνθρωπο. Ο λόγος είναι ο διάλογος του εγώ με το άλλο. Στην ουσία του κάθε λόγος είναι διάλογος και δεν μπορεί να καταντά ούτε μονόλογος ούτε αντίλογος.
Ο πρώτος εχθρός του διαλόγου είναι ο μονόλογος που λειτουρ γεί με τρόπο εγωιστικό, αυτιστικό και ναρκισσιστικό, σαν να μιλά κάποιος μόνο με τον εαυτό του, όντας κλεισμένος στο άτομό του και αυτοϊκανοποιημένος με το εγώ του. Ο δεύτερος πολέμιος του διαλόγου είναι ο αντίλογος που καταντά σκέτη αντιδικία, ανιαρή έριδα, διαρκής πολεμική, κάτι σαν «αντιπολίτευση για την αντιπο λίτευση».
Πέρα από τον εγωπαθή μονόλογο και τον εριστικό αντίλογο ζει ο γόνιμος διάλογος με την έντιμη και καλόπιστη κριτική που δεν καταργεί την ανθρώπινη συμπάθεια. «Φίλος μεν Πλάτων, φιλτάτη δε αλήθεια» (πιο πάνω κι από τον φίλο μου τον Πλάτωνα βάζω την αλήθεια): αυτός είναι ο «χρυσός κανόνας» κάθε διαλόγου. Η ρήση του Αποστόλου Παύλου «αληθεύοντες εν αγάπη» (Εφ. 4, 15) είναι το έμβλημα του διαθρησκειακού διαλόγου.
Οι θρησκείες διαφέρουν μεταξύ τους με πολλούς τρόπους και για ποικίλους λόγους που δεν συζητούμε εδώ τώρα. Το ερώτημα που μας απασχολεί σήμερα είναι πώς οι θρησκείες θα διαχειρισθούν τις διαφορές τους έτσι ώστε να αποφευχθεί μια πολεμική σύγκρουση και να επιτευχθεί η ειρηνική συνύπαρξη ανάμεσά τους.
Με δυο τρόπους μπορούν οι θρησκείες να διαχειρισθούν τις δια φορές τους συνειδητοποιώντας το ζωτικό δίλημμα της εποχής μας: ο κόσμος μας θα είναι «ένας ή κανένας», δηλαδή θα συμβιώσουμε ή θα αποβιώσουμε. Ο ένας τρόπος είναι ανταγωνιστικός και ο άλλος συναγωνιστικός. Ο πρώτος είναι αθέμιτος και θανατηφόρος, ενώ ο άλλος θεμιτός και ζωηφόρος.
1. Ο ανταγωνισμός σημαίνει τη σύγκρουση των θρησκειών και τον πόλεμο μεταξύ τους: ισλαμικός «ιερός πόλεμος», χριστιανικές σταυροφορίες, σιωνιστικοί εποικισμοί κ.λπ. Φαινόμενα ανταγωνι στικής σχέσης των θρησκειών είναι ο φανατισμός, ο φονταμενταλι σμός (μαχητικός θρησκευτικός συντηρητισμός), ο εθνοφυλετισμός (ρατσισμός, σωβινισμός) κ.ά. Τον θρησκευτικό ανταγωνισμό τρο φοδότησαν ο φονταμενταλισμός του προτεσταντισμού, ο αντιμο ντερνισμός του ρωμαιοκαθολικισμού, ο παλαιοημερολογητισμός της Ορθοδοξίας, ο ισλαμισμός του μουσουλμανισμού, ο σιωνισμός του ιουδαϊσμού κ.ά.
Ο ανταγωνισμός είναι αθέμιτος, διότι είναι δόλιος και αυθαίρε τος. Το «κακό» και το «καλό» αντιστοιχίζονται επακριβώς και αυ στηρώς μόνο στο «άλλο» και στο «εγώ» μας. Το συλλογικό «εγώ» της θρησκείας «μας» είναι σε αντίθεση προς κάθε άλλη, αλλιώτικη, αλλότρια, διαφορετική παράδοση του ιερού, που συνήθως είναι γειτονική και κοντινή μας. Το «καλό» αυτοανακηρύσσεται σε ιδιο κτησία μας και το «κακό» πλέον μένει σταθερά στο στόχαστρο των όπλων μας, τα οποία βεβαίως χρησιμοποιούνται για την εξόντωση των αλλοθρήσκων γειτόνων.
Πρότυπο του ανταγωνισμού είναι η αγορά με τη βία που κα θιερώνεται από φαινομενικώς αθώες αρχές, όπως «ο θάνατός σου, η ζωή μου», «το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό», «δώσε μου να σου δώσω», «χάνει όποιος δεν κερδίζει,», «ουαί τοις ηττημένοις» κ.ά. Ο φόβος παγώνει την καρδιά και η ιδιοτέλεια καθηλώνει τον νου.
Έτσι κυοφορείται η νοσηρή ανταγωνιστικότητα που κυμαίνε ται από την παιδική βαθμοθηρία στο σχολείο μέχρι την ατομική υστεροβουλία στην ιδιωτική πρωτοβουλία της αγοράς. Η θρησκεία απομιμείται, χωρίς επίγνωση συνήθως, την αγοραία ανταγωνιστι κότητα και πλειοδοτεί σε βιαιότητα εφαρμόζοντας το «ζήλον Θεού έχουσιν, αλλ’ ου κατ’ επίγνωσιν» (Ρωμ. 10,2).
2. Ο συναγωνισμός είναι το εντελώς αντίθετο του ανταγωνισμού. Για να καταλάβουμε τη διαφορά, αρκεί να συγκρίνουμε τον στίβο με την αγορά. Στον αθλητισμό επικρατεί ευγενής άμιλλα που λέγε ται συναγωνισμός, ενώ στην αγορά κυριαρχεί ο ανταγωνισμός. Στον στίβο διακρίνονται οι τρεις πρώτοι αθλητές από την πλειά δα των συμμετεχόντων και κάθε πρωταθλητής ανταμείβεται με ένα από τα τρία μετάλλια αναλόγως προς την επίδοσή του. Οι υπόλοι ποι αθλητές δεν συντρίβονται ούτε αποκλείονται να πρωταθλητή σουν σε επόμενο αγώνισμα, αρκεί βεβαίως να προπονηθούν επίπο να και να αποδείξουν σε αδιάβλητο αγώνα τις αποκτημένες ικανό τητές τους.
Ο συναγωνισμός ως ευγενής άμιλλα δεν έχει αποκλεισμό, πα ρόλο που αναγνωρίζει τη διαφορά. Δεν συντρίβει, μολονότι δια βαθμίζει· ούτε εξοντώνει, αν και ιεραρχεί τις επιδόσεις. Ο ανταγω νισμός αναγνωρίζει τη διαφορετικότητα, αλλά επιφέρει αποκλει στικότητα. Ο συναγωνισμός συνδυάζει διαφορά και διάκριση απο κλείοντας τον αποκλεισμό.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ο συναγωνισμός είναι θεμιτός και ζωηφόρος. Αυτή την ευγενή άμιλλα στο άθλημα της αλήθειας σε αναζήτηση νοήματος ζωής, σήμερα, πρέπει να έχουν ως πρότυπό τους οι θρησκείες για το καλό όλων μας: πιστών και απίστων, δυ σπίστων ή ολιγοπίστων, ομοδόξων και ετεροδόξων, ορθοδόξων και ανορθοδόξων, ομοθρήσκων και αλλοθρήσκων.
Η λέξη « φονταμενταλισμός» είναι ελληνική μεταγραφή του αγγλι κού όρου fundamentalism (από το λατινικό fundamentum: θεμέ λιο) που αποδίδεται ως «θεμελιωτισμός» ή «θεμελιοκρατία» σημαίνοντας την επιστροφή στα «θεμέλια» μιας παράδοσης του παρελθό ντος, την εμμονή στα «θεμελιώδη» άρθρα πίστης και τη μαχητική προάσπιση των «θεμελιακών» στοιχείων κάποιας θρησκευτικής κληρονομιάς.
Φονταμενταλισμός είναι ο μαχητικός θρησκευτικός συντηρητι σμός. Τρία είναι τα χαρακτηριστικά στοιχεία του: η συντηρητικό τητα, η θρησκευτικότητα και η μαχητικότητα.
1. Πρώτιστο ιδίωμα παραμένει ο συντηρητισμός που διαφορο ποιεί τον φονταμενταλισμό από τον εκσυγχρονισμό, τον αντιπαρα θέτει στον φιλελευθερισμό ή τον σοσιαλισμό και τον αντιδιαστέλλει από τον διαφωτισμό με τον ορθολογισμό και τον ατομικισμό της νεωτερικότητας.
Η συντήρηση της παράδοσης των «θεμελίων» χωρίς ανανέωση και δίχως προσαρμογή, η πιστή κατά γράμμα ερμηνεία και η τυ φλή τυποποιημένη εφαρμογή των επιταγών της κληρονομιάς του παρελθόντος μαζί με την αντιπαράθεση σε καθετί νεωτερικό, σύγ χρονο, μοντέρνο, δυτικό (ευρωπαϊκό ή αμερικανικό) συνιστούν τον πυρήνα του φονταμενταλιστικού κινήματος.
2. Η θρησκευτικότητα χρωματίζει αποφασιστικά τον φονταμε νταλισμό και καθορίζει τον συντηρητισμό του. Χάρη στη βασική εμπειρία της ενότητας που διακρίνει κάθε θρησκεία, τόσο στον χώρο όσο και μέσα στον χρόνο, ιδρύοντας την κοινωνία (οριζόντια ενότητα των ομοδόξων μέσα στον χώρο) και γεννώντας την ιστορία (κατακόρυφη ενότητα των ομοφρόνων μέσα στον χρόνο), η συντή ρηση των «θεμελίων» επικυρώνεται μεταφυσικά και επεκτείνεται από τον θολό πυθμένα κάποιου παρελθόντος «χρυσού αιώνα» στον απλησίαστο ορίζοντα ενός μελλοντικού « παραδείσου».
Η θρησκεία λειτουργεί σαν το «τσιμέντο» της συντήρησης, σαν το ανθεκτικότερο συνεκτικό υλικό των «θεμελίων» της παράδοσης που υποτάσσει το κοσμικό (κράτος, κοινωνία, οικονομία) στο θρη σκευτικό και το ιδιωτικό (προσωπική ζωή του ατόμου) στο δημόσιο (θρησκευτικός κώδικας ηθικών αξιών, «ιερός νόμος»).
3. Η μαχητικότητα είναι το τρίτο στη σειρά, αλλά πρώτο σε εντυ πωσιασμό, στοιχείο του φονταμενταλισμού. Η βία στη διακονία του ιερού εν ονόματι της συντήρησης είναι αυτή που συνοψίζει άριστα το φονταμενταλιστικό κίνημα.
Προσφυγή στα όπλα, αιματοχυσίες και εκατόμβες, ακρωτηρια σμοί τιμωρίας και παραδειγματικές εκτελέσεις, πογκρόμ και γκέτο, φυλετικές διακρίσεις και σεξιστικοί διαχωρισμοί, εθνοκάθαρση και τρομοκρατία βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη των φονταμεντα λιστών όλου του κόσμου κάθε εποχής.
Κάθε θρησκευτική κληρονομιά έχει να παρουσιάσει κρούσματα φονταμενταλισμού. Δυστυχώς δεν υπήρξε αναίμακτη θρησκεία μέ χρι σήμερα, όπως επίσης δεν εμφανίσθηκε ποτέ αναίμακτη επανά σταση, ειρηνική εξέγερση ή «βελούδινη» ανταρσία.
Στον 20ό αιώνα ο φονταμενταλισμός ονοματοδοτείται για πρώτη φορά στον αμερικανικό προτεσταντισμό, σε κοινότητες που ερμή νευσαν σχολαστικά τη Βίβλο (βιβλικισμός) και κήρυτταν φανατικά την προσκόλληση στον «ευαγγελισμό» της καθημερινότητας (Evangelicals) από τον τηλεοπτικό ιεροκήρυκα Μπίλι Γκράχαμ μέχρι τη διαβόητη «ηθική πλειοψηφία» της εποχής του 1980 με την αλήστου μνήμης «πολιτική ορθότητα» (political correctness) που άρχιζε με την απόρριψη του δαρβινισμού (θεωρία της εξέλιξης) και κατέληγε στον πουριτανισμό (ποινικοποίηση της αντισύλληψης, νομοθέτηση σεξιστικών διακρίσεων κ.λπ.).
Η σχέση της θρησκείας με τον φονταμενταλισμό είναι σαν τη σχέση της ενέργειας με την παρενέργεια ή του προϊόντος και του υποπροϊόντος. Όπως κάθε φάρμακο έχει ενδείξεις και αντενδείξεις, έτσι και η θρησκεία ως φαινόμενο της ιστορίας, της κοινωνίας και του πολιτισμού, αντανακλά το περιβάλλον της και αναπαράγει τον περίγυρό της άλλοτε προς το καλύτερο και άλλοτε προς το χειρό τερο. Ο φονταμενταλισμός είναι η θρησκευτική αναπαραγωγή της κοινωνίας προς το χειρότερο, κάτι σαν καρκίνωμα της ιστορίας και παράσιτο του πολιτισμού.
Η ίδια η θρησκεία μπορεί να παράξει το αντίδοτο κατά του φο νταμενταλισμού, εάν και όταν η φωτισμένη θεολογία και η υπεύ θυνη ιεραρχία ερμηνεύσουν τις επιταγές της παράδοσης κατά το πνεύμα που ζωοποιεί, και όχι κατά το γράμμα που σκοτώνει, εφαρ μόζοντας με τρόπο φιλάνθρωπο και όχι απάνθρωπο ό,τι είναι απο λύτως απαραίτητο για τη συνοχή της κοινωνίας σε ένα χώρο παγκο σμιοποιημένο πλανητικά και σε έναν ιστορικό χρόνο με προοπτική μελλοντολογική κι όχι παρελθοντολογική. Εάν επιβίωση σημαίνει συμβίωση και εφόσον ο λόγος είναι διάλογος, και ποτέ μονόλογος ούτε αντίλογος, τότε η θρησκεία έχει κοινωνικό συμφέρον και ιστορικό ενδιαφέρον να φανεί τίμια με τον εαυτό της ως δύναμη που ενώνει αντί να χωρίζει.
Πρώτιστο μέλημα κάθε θρησκευτικής παρουσίας σήμερα είναι η παραγωγή θεολογικών αντιδότων κατά του φονταμενταλισμού για το καλό όλων μας. Αλλιώτικα, θα αποβληθούν τα προϊόντα μαζί με τα υποπροϊόντα και μάλιστα εξαιτίας αυτών των τελευταίων… Αυτό που συμβαίνει στις μέρες μας είναι μια σύγκρουση φοντα μενταλισμών. Δεν πρόκειται για καμιά δήθεν «σύγκρουση πολιτι σμών» όπως προπαγανδίσθηκε από τον Αμερικανό διεθνολόγο Χά ντινγκτον. Με τον τίτλο «The West and the Rest» («Η Δύση και οι Υπόλοιποι») ο ιθύνων νους (think tank) της αμερικανικής ηγεσίας διατύπωσε τη θεωρία του (1993/1996) για το νέο «σιδηρούν παρα πέτασμα». Από τη μια πλευρά είναι η «Δύση» ως δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα με επικεφαλής τις ΗΠΑ και τον χριστια νισμό, στην προτεσταντική εκδοχή του κυρίως. Από την άλλη είναι οι «Υπόλοιποι» χωρίς δημοκρατία, με εθνικισμό και φονταμενταλι σμό στη θρησκευτική εκπροσώπηση του Ισλάμ και της Ορθοδοξίας του ανατολικού χριστιανισμού, όπως παραδειγματικά ενσαρκώνε ται στην πρώην ΕΣΣΔ.
Ως προέκταση αυτού του τρόπου σκέψης, σήμερα πια σχηματοποιεί ται το δίπολο «Ισλάμ-Δύση» στο διώνυμο « τρομοκρατία-δημοκρατία» και στο δίδυμο «φονταμενταλισμός-ανθρωπισμός». Ακροτελεύτια κα τάληξη μιας τέτοιας θεώρησης των πραγμάτων είναι η πολεμοχαρής ιαχή των ιεράκων για πόλεμο των μαχητών της « ελευθερίας» εναντί ον των «τρομοκρατών» του ισλαμικού φονταμενταλισμού.
Σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται να ταυτίζεται το Ισλάμ με τον φονταμενταλισμό, παρότι σχετίζεται στενότατα με αυτόν. Ας θυμηθούμε τις σταυροφορίες και την Ιερά Εξέταση των χριστιανών, τον σιωνισμό των εβραίων ή τη δολοφονία της οικογένειας Γκάντι στην Ινδία. Άλλωστε, χρειάζεται να διακρίνουμε την άδολη πίστη του Ισλάμ ως θρησκείας από το δόλιο πολιτικό κίνημα του ισλαμι σμού που εκμεταλλεύεται τη μουσουλμανική παράδοση.
Με τέτοιους όρους, λοιπόν, δικαιούται κάποιος να μεταφράσει το δίδυμο «Ισλάμ-Δύση» στο δίπολο ισλαμικός-αμερικανικός φο νταμενταλισμός. Αυτό σημαίνει την ανάγκη να προβούμε σε μια γόνιμη διαφοροποίηση.
Στο Ισλάμ υπάρχει φονταμενταλισμός, αλλά υφίσταται κι η άλλη πλευρά, ο ανθρωπισμός με την ανεκτικότητα των αλλοπί στων. Στην αμερικανική Δύση υφίσταται ο φονταμενταλισμός του προτεσταντισμού σε μια μόνο μερίδα του, τον πουριτανισμό, αλλά επίσης υπάρχει η άλλη όψη, ο φιλελευθερισμός, που οδήγησε στην κατάργηση της δουλείας στον 19ο αιώνα και ανέδειξε το κίνημα των « ανθρωπίνων δικαιωμάτων» (Civil Rights Movement) των εγχρώ μων (Μάρτιν Λούθερ Κινγκ) στον 20ό αιώνα.
Ο ρόλος τον οποίο οφείλει να διαδραματίσει η χριστιανική Εκ κλησία στην τωρινή παγκόσμια κρίση μεταξύ Ισλάμ και Δύσης εί ναι διαμεσολαβητικός. Εάν σήμερα βιώνουμε τη σύγκρουση των φονταμενταλισμών, ανάμεσα στον αμερικανικό και στον ισλαμι στικό, τότε στην Εκκλησία απομένει μόνον ένας δρόμος, ο «τρίτος δρόμος», πέρα από την ταύτισή της με τη μια ή την άλλη πλευρά. Σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται στην Εκκλησία να συνταυ τισθεί με κάποια πλευρά. Ούτε συλλογικά και συνοδικά σε επίπεδο κορυφής, όπως έπραξε το Βατικανό επευλογώντας την αμερικανική εκδίκηση της ισλαμιστικής τρομοκρατίας. Ούτε ατομικά σε επίπεδο λαϊκής βάσης και μεμονωμένων χριστιανών διανοουμένων, όπως συνέβη σε κάποιους νεορθόδοξους συμπολίτες μας που απολογή θηκαν εμμέσως πλην σαφώς υπέρ του μένους των τρομοκρατών. Το αίμα δεν έχει χρώμα: λευκοί και μελαμψοί του Πρώτου και του Τρί του Κόσμου, δυτικοί ή ισλαμιστές, είναι εξίσου αθώοι νεκροί στην Παλαιστίνη ή στη Νέα Υόρκη.
1. Δεν είναι ποτέ δυνατόν να επιχειρηματολογεί κάποιος απολο γητικά υπέρ των τρομοκρατών που καταδικάζουν χωρίς να δικάζουν και εξοντώνουν αδιακρίτως ανυπεράσπιστους πολίτες. Ο ισλαμιστι κός φονταμενταλισμός, όπως και κάθε ομόλογός του, είναι καταδικα στέος. Καμιά απολογία και κανένα ελαφρυντικό δεν μπορεί να επι νοηθούν έτσι ώστε στο όνομα μιας αντιιμπεριαλιστικής αλληλεγγύης να σχηματίζονται αντιδυτικά μέτωπα με τα θύματα της ιστορίας.
2. Επίσης δεν είναι δυνατόν η Εκκλησία να σπεύδει να καταντά πρόθυμος υποστηρικτής και ένθερμος απολογητής της ισχύος που πλανηταρχεί στην υφήλιο σήμερα, ακόμα κι όταν η ηγεμονεύου σα υπερδύναμη έχει δίκιο στην αγανάκτηση για το γόητρό της που τρώθηκε ανεπανάληπτα, για την εκατόμβη των αθώων θυμάτων της και για την οικονομική καταστροφή που υπέστη από τη δόλια κι άνανδρη επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.
Η τρομοκρατία πλήττει τη δημοκρατία και πλήττεται από αυτήν αποκλειστικά και μόνο. Η διεθνής αστυνόμευση της υφηλίου στο όνομα της ελευθερίας είναι πάντα μια πρόφαση για τη στέρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των αδυνάτων εκ μέρους των δυνατών της γης και λειτουργεί ως το τέλειο άλλοθι για την περιστολή των ατομικών ελευθεριών των πολιτών εντός των εθνικών κρατών.
Η μόνη ορατή, θεμιτή και εφικτή στάση της Εκκλησίας σήμερα είναι ο λεγόμενος «τρίτος δρόμος» ανάμεσα στα δυο μέτωπα. Κάθε χριστιανική Εκκλησία, ορθόδοξη και ετερόδοξη (ρωμαιοκαθολική και προτεσταντική), οφείλει να κινηθεί σαν παγοθραυστικό μέσα στην πολωμένη διεθνή ατμόσφαιρα παίρνοντας το μέρος όλων εκείνων που διαμαρτύρονται ενάντια στην προσφυγή στην ένοπλη βία.
1. Η τρομοκρατία αντιμετωπίζεται με περισσότερη δημοκρατία και όχι με λιγότερη δημοκρατία. Η άνιση ανάπτυξη του πλανήτη τροφοδοτεί τη βία διεθνώς. Η Εκκλησία έχει χρέος να βοηθήσει τη διεθνή κοινότητα και τον θεωρούμενο πολιτισμένο κόσμο ώστε να προβεί στην αυτοκριτική του έμπρακτα.
2. Η δικαίωση και η εκδίκηση απέχουν ελάχιστα. Αυτό που γί νεται για τη δικαίωση των αθώων θυμάτων των αμερικανικών ου ρανοξυστών μπορεί να καταντήσει μια χειρονομία εκδίκησης των τρομοκρατημένων για χρόνια κι αιώνες τριτοκοσμικών πληθυσμών που, με τη σειρά τους, γίνονται το άλλοθι αδίστακτων και παρανοϊ κών τρομοκρατών.
3. Η βία γεννά βία: η άνομη βία της ισλαμιστικής τρομοκρατίας δεν μπορεί να δικαιώσει τη νόμιμη βία της αμερικανικής δημοκρα τίας. Άλλωστε, το νόμιμο και το νομιμοφανές συγγενεύουν απελπι στικά.
Κάθε Εκκλησία πρέπει, διαμέσου των απλών πιστών και των ιθυνόντων ηγετών της, να αναλάβει πρωτοβουλίες καταλλαγής και ειρήνευσης, να δράσει διπλωματικά και διαμεσολαβητικά, απαλύ νοντας τον πόνο των αδικημένων κάθε πλευράς. Βραχυπρόθεσμα μπορεί και πρέπει να εξαντληθούν όλα τα μέσα του διεθνούς δι καίου. Μακροπρόθεσμα απαιτείται μια βαθιά τομή στις διεθνείς σχέσεις στην κατεύθυνση της δίκαιης και ισόρροπης ανάπτυξης του πλανήτη μας.
Ένα από τα καλύτερα υποδείγματα των παραπάνω θέσεων από μουσουλμανικής πλευράς σήμερα είναι το βιβλίο του επιφανούς Τούρκου θρησκευτικού ηγέτη Φετχουλλάχ Γκιουλέν (1941-) με τον πάρα πολύ εύγλωττο τίτλο «Αγάπη και Ανεκτικότητα» (2011) που παραδίδεται στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό ώστε να γευθεί τους εύχυμους καρπούς του με τη γραφίδα ενός γείτονος αλλοθρήσκου διανοητή και ιθύνοντος ιερατικού ηγέτη του Ισλάμ στους μεταμο ντέρνους καιρούς μας.
Γεννημένος στην Ερζερούμ της ανατολικής Τουρκίας, ο Φετχουλ λάχ Γκιουλέν ασκεί το λειτούργημα του ιεροκήρυκα από το 1958 με επίκεντρο τη Σμύρνη και ακτίνα δράσης όλη την Τουρκία μέχρι το 1981, οπότε αποσύρθηκε από τα επίσημα καθήκοντά του συνεχίζο ντας αδιάκοπα τη δραστηριότητά του με την ιδιότητα του επίτιμου ιεροκήρυκα μέχρι σήμερα, όχι μόνο στη χώρα του, αλλά και στο εξωτερικό, όπου έχει εγκατασταθεί από ετών. Η δράση του είναι θεωρητική και έμπρακτη, με λόγους και έργα φιλανθρωπίας κι εκ παίδευσης ανά την υφήλιο, προωθώντας τη βιωμένη ιδέα ενός διαλ λακτικού Ισλάμ και ενός διαλεκτικού μουσουλμανισμού.
Αξιομνημόνευτη είναι η ομιλία του με τίτλο «Η αναγκαιότητα του διαθρησκειακού διαλόγου» στο Κοινοβούλιο των Θρησκειών του Κόσμου (Κέιπ Τάουν, 1-8 Δεκεμβρίου 1990), όπου εκθέτει ανα λυτικά τις ιδέες του. Το Ίδρυμα Δημοσιογράφων και Συγγραφέων προάγει από το 1994 τα «πιστεύω» του Φετχουλλάχ Γκιουλέν στην κατεύθυνση της ανεκτικότητας και του διαλόγου. Με αφορμή τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, ο στοχαστής μας κυκλοφόρησε τη ρητή και κατηγορηματική απόρριψη εκ μέρους του αυτού του θλιβερού συμβάντος δηλώνοντας ότι «ένας τρομοκράτης δεν μπο ρεί να είναι μουσουλμάνος και ένας μουσουλμάνος δεν μπορεί να είναι τρομοκράτης».
Δεν υπάρχει επιφανής θρησκευτικός ηγέτης στην τωρινή ανθρω πότητα που να έχει συναντηθεί, συνεργασθεί με τον Φετχουλλάχ Γκιουλέν και να μην έχει εκφραστεί ενθουσιωδώς υπέρ του. Ο Οι κουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος δήλωσε για τον στοχαστή μας: «Συνεργαζόμαστε στενά, εδώ και πολλά χρόνια. Είμαστε πολύ κοντά, διότι έχουμε τα ίδια ιδεώδη: την ειρήνη και την ενότητα. Εκτιμούμε την προσφορά του στην εκπαίδευση. Ο Γκιουλέν συνέβαλε και συμβάλλει στον διαθρησκευτικό διάλογο… Έχουμε συνα ντηθεί και στην Τουρκία και στις ΗΠΑ. Θα συνεχίσουμε να εργαζό μαστε μαζί για τη διεθνή ειρήνη και την ευημερία των χωρών μας. Αυτός είναι ο κοινός στόχος μας» (15 Μαΐου 2012).
Το βιβλίο του «Αγάπη και Ανεκτικότητα» πραγματεύεται ένα ευρύτατο φάσμα επίκαιρων έως «καυτών» θεμάτων της εποχής μας στην προοπτική του διαθρησκευτικού διαλόγου. Τέτοια είναι τα κεφάλαιά του για την αγάπη και τον οίκτο, τη συγχώρεση σε αναφορά προς την ανεκτικότητα στον ορίζοντα του διαλόγου, τον άνθρωπο σήμερα, τον σουφισμό και τη μυστική παράδοση του Ισλάμ, την τρομοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα στο πλαίσιο του «ιερού πολέμου» ( τζιχάντ), την εκπαίδευση και την παγκοσμιοποίηση.
Δεν μπορούμε παρά να επαναλάβουμε και να υπογραμμίσου με την εμπνευσμένη ακροτελεύτια δήλωσή του σε αυτό εδώ το βι βλίο που μας εκφράζει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο: «Στον κό σμο υπάρχουν δυο τύποι ανθρώπων: οι κονφορμιστές (συμβατικοί, συμβιβασμένοι, συμβατοί με τη «φόρμα», τον «τύπο», τυπολάτρες, συντηρητικοί, κατεστημένοι, «καθεστωτικοί») και οι αντικονφορμι στές (αντισυμβατικοί, ασυμβίβαστοι, ασύμβατοι με τη «φόρμα, τον «τύπο», προοδευτικοί, επαναστατικοί, «αντικαθεστωτικοί», ριζο σπάστες, ρηξικέλευθοι). Οι κονφορμιστές προσπαθούν να προσαρ μοστούν σε οτιδήποτε συμβαίνει στην κοινωνία. Οι αντικονφορμι στές, από την άλλη, προσπαθούν να κάνουν την κοινωνία να αφο μοιώσει τις αιώνιες αξίες και να προωθήσει νέες εξελίξεις. Γι’ αυτό όλη η πρόοδος της κοινωνίας οφείλεται στους αντικονφορμιστές. Δόξα στον Θεό που υπάρχουν αντικονφορμιστές» (αγγλόφωνη έκδοση New Jersey 2006, σελ. 260 με δικές μας υπογραμμίσεις και επεξηγή σεις των όρων). Ένας κατ’ εξοχήν αντικονφορμιστής της εποχής μας είναι ο Τούρκος φωτισμένος θρησκευτικός ηγέτης, ο μουσουλμάνος ιεροδιδάσκαλος σοφολογιότατος Φετχουλλάχ Γκιουλέν.
Μάριος Π. Μπέγζος
Κοσμήτορας Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
Καθηγητής Συγκριτικής Φιλοσοφίας της Θρησκείας